- κάμωμα
- το [καμώνω](Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα)1. ενέργεια, έργο, πράξη2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματατα κατορθώματανεοελλ.1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματαα) πείσματα, νάζια, σκέρτσα, ερωτοτροπίεςβ) προσποιητή άρνησημσν.1. πλάσμα ανθρώπινο2. λογοτεχνικό δημιούργημα3. (κυρίως στον πληθ.) τὰ καμώματαα) άπρεπη πράξηβ) γεγονός, συμβάν4. ερωτική συνεύρεση5. σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας6. μισθός7. πανηγύρι, γλέντι8. διαπληκτισμός, τσάκωμα, καβγάς.
Dictionary of Greek. 2013.